Άρθρα
Από τις κοσμογονίες στην κοσμολογία
Αν υπάρχει μια φιλοσοφία που βλέπει τον κόσμο ως πρόβλημά της κεντρικό και σχεδόν αποκλειστικό, είναι η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία στην πρώτη περίοδο της ιστορίας της, πριν από το Σωκράτη. Ο φιλόσοφος της κλασσικής Αθήνας θεωρείται όριο, γιατί, όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης "ἐπί Σωκράτους τοῦτο μεν ηὐξήθη (τό ὁρίσασθαι τήν οὐσίαν), τό δέ ζητεῖν τά περί φύσεως ἔληξε". Η φυσική πραγματικότητα γίνεται
για τον Έλληνα των αρχαϊκών κυρίως χρόνων το πρώτο ερέθισμα που βάζει σε κίνηση το πνεύμα του και το οδηγεί στη γέννηση της φιλοσοφίας.
Έτσι μπορούμε να πούμε από την αρχή ότι στην ιστορία του Ευρωπαϊκού ανθρώπου η συνειδητοποίηση του κοσμολογικού προβλήματος και η γέννηση της φιλοσοφίας συμπίπτουν. Η Ελληνική κοσμολογία που εγκαινιάζεται με την έννοια του «νερού» και ολοκληρώνεται με την έννοια του «ατόμου», σημαδεύεται από μια σειρά σταθμούς, που διαμορφώνουν συστήματα και σχολές στο χώρο του προβληματισμού της. Ο πρώτος από αυτούς τους σταθμούς είναι η σχολή της Μιλήτου, που διατύπωσε την υλοζωϊστική ερμηνεία του κόσμου.
Λέγοντας ότι η προσωκρατική φιλοσοφία έχει τον κόσμο ως πρόβλημά της κεντρικό και σχεδόν αποκλειστικό, δεν παραθεωρούμε το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί της έχουν απόψεις και για τον άνθρωπο, την κοινωνία, το κράτος, τη γνώση και την πράξη. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε ότι οι απόψεις αυτές αποτελούν προεκτάσεις της φυσικής φιλοσοφίας τους. Ο άνθρωπος και η συμπεριφορά του εδώ εξετάζονται ως άμεσα εξαρτήματα του φυσικού κόσμου. Δεν έχουν γίνει ακόμα αντικείμενα ειδικών κλάδων του επιστητού.
Με την απλή δήλωση ότι οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι προσπάθησαν πρώτοι να εξηγήσουν τη σύσταση του κόσμου ασφαλώς δεν γίνεται φανερό σε όλες του τις διαστάσεις το μέγεθος του εγχειρήματος. Όταν αυτοί οι στοχαστές ξεκινούν, ο δρόμος της επιστήμης δεν έχει ακόμα χαραχθεί, και πρέπει να τον ανοίξουν οι ίδιοι. Στην εποχή τους το μόνο δεδομένο είναι η διάχυτη απορία μπροστά στην ποικιλία των φυσικών φαινομένων, στην αδιάκοπη γένεση και φθορά, σε όλα όσα συμβαίνουν στη στεριά και στη θάλασσα, στον ουρανό ψηλά και μέσα στη ζωή των ζώων και των φυτών, απορία που έχει πηγή της την εφηβική ορμή για γνώση του αρχαίου Έλληνα. Αλλά το παραστατικό υλικό είναι φτωχό, τα όργανα λείπουν και η κριτική για το κύρος της γνώσης είναι ανύπαρκτη. Έτσι οι πρωτοπόροι της κοσμολογίας πρέπει μαζί με τη θεωρία να οικοδομήσουν τη γλώσσα της φιλοσοφίας, την ορολογία της επιστήμης και τον κριτικό λόγο. Η συνέχεια του Ελληνικού και του Ευρωπαϊκού πνεύματος έδειξε την επιτυχία αυτών των στοχαστών. Σήμερα όλοι ξέρουμε ότι οι βάσεις της φιλοσοφίας και της επιστήμης βρίσκονται στην προσωκρατική σκέψη και ότι από αυτήν διατυπώθηκαν οι κυριώτερες έννοιες όλων των κλάδων του επιστητού. Ειδικά για το πρόβλημά μας πρέπει να θυμηθούμε ότι οι αυτονόητες πια έννοιες κόσμος, φύση, άπειρο, χώρος, χρόνος, άτομο, κενό, ύλη, δύναμη, μέγεθος, κίνηση, αριθμός, συνεχές, μέρος, όλο, φθορά, ένωση, διάλυση και ένα πλήθος άλλες έννοιες της φυσικής πέρασαν στη γλώσσα της επιστήμης και καθιερώθηκαν, αφού τις εισηγήθηκαν οι Προσωκρατικοί.
Η κοσμολογία είναι ανάστημα της κοινωνίας του 6ου π.Χ. αιώνα. Τότε ο Έλληνας έχει αφήσει πίσω του τη γνωστή μας από την επική ποίηση παιδική ψυχολογία του, η συνείδησή του ευρύνεται και βαθαίνει, αιτήματα προσωπικά τον κατακλύζουν και τον χαρακτηρίζει πιο κριτική στάση απέναντι στη ζωή. Το ωρίμασμα αρχίζει όταν η ζωή στην Ελλάδα με τους αποικισμούς, τη ναυτιλία και το εμπόριο παίρνει μορφή αστική. Τότε στα λιμάνια της Μεσογείου διασταυρώνονται τα αγαθά της γης και οι ιδέες των ανθρώπων. Με τούτα οι Έλληνες πλουτίζουν τα σπίτια τους, μ’ εκείνες το μυαλό τους. Η ζωή προάγεται και εκλεπτύνεται. Οι δρόμοι της θάλασσας δείχνουν ακόμα στους φτωχούς πολίτες τον τρόπο να υψώσουν ανάστημα μπροστά στους κληρονομικούς κυρίους της γης τους. Έτσι σχηματίζεται μια ισχυρή μεσαία τάξη, που μπορεί ν’ αμφισβητεί στους ευγενείς το αποκλειστικό δικαίωμα στην εξουσία. Οι τελευταίες δεκαετίες
του 7ου αιώνα και ολόκληρος ο 6ος χαρακτηρίζονται από σκληρούς πολιτικούς αγώνες και μεταπολιτεύσεις.
Σ’ αυτή την περίοδο οι πιο πολλές και οι πιο σημαντικές Ελληνικές πόλεις περνούν από τη βασιλεία στη δημοκρατία, άλλες άμεσα, όπου οι λαϊκότερες τάξεις κατορθώνουν να επιβάλλουν ανόθευτη τη βούλησή τους, και άλλες έμμεσα, όπου ισχυρά πρόσωπα, οι τύραννοι, τις χειραγωγούν έναν καιρό, κρατώντας για προσωπική τους ωφέλεια τα προνόμια που αφαιρούν απ’ τους κληρονομικούς άρχοντες. Οπωσδήποτε όμως το φεουδαρχικό σύστημα παραχωρεί βαθμιαία τη θέση του στο κράτος του δικαίου. Το δίκαιο γίνεται ο νέος ανθρώπινος δεσμός. Η νέα μορφή του κράτους αφήνει στον πολίτη ολοένα πιο πλατιά περιθώρια ελευθερίας και ολοένα πιο πολλές δυνατότητες για συμμετοχή στα κοινά. Ακόμα και η θρησκεία την εποχή αυτή μπαίνει σε κάποιο κριτικό στάδιο. Τη δυναμωμένη συναισθηματική ζωή του Έλληνα δεν την ικανοποιούν πια οι παλιές ιεροτελεστίες, και γίνεται αισθητή η ανάγκη για πιο προσωπική σχέση με το Θεό. Την απομάκρυνση του Ελληνικού πνεύματος από το μυθικό κόσμο και τη στροφή του στο «εγώ», το «εδώ» και το «τώρα» την παρακολουθούμε κυρίως από τα κείμενα των λυρικών ποιητών, που εκφράζουν μια βαθμίδα πνευματικής ζωής μεταγενέστερη από τη επική ποίηση και προγενέστερη από την προσωκρατική φιλοσοφία. Στη λυρική ποίηση συναντούμε τα πρώτα προσωπικά ερωτήματα για τον κόσμο, το Θεό, τον άνθρωπο, την ψυχή, τη ζωή, τη γνώση και την πράξη, δηλαδή αυτά που οδηγούν στη φιλοσοφία.
Τελευταία στον κόσμο της έρευνας σημειώνεται ιδιαίτερος ζήλος στην προσπάθεια να εξηγηθεί η γέννηση της Ελληνικής κοσμολογίας μέσα από τον παραστατικό κύκλο των κοσμογονικών μύθων του Ελληνικού και του εξωελληνικού χώρου. Έτσι αναζητούν σ’ αυτούς τους μύθους τα σπέρματα των προβλημάτων και τα στοιχεία της μεθόδου της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Η τάση αυτή δικαιώνεται βέβαια από την ανάγκη να αξιολογήσουμε το υπόστρωμα της φιλοσοφίας, να γνωρίσουμε την αφετηρία της, αλλά δεν ερμηνεύει καθεαυτό το φαινόμενο της μετάβασης από το μύθο στο λόγο. Εκείνο που συχνά παραθεωρείται από τους νεότερους ερευνητές είναι το γεγονός ότι οι ομοιότητες των Ελληνικών κοσμολογικών θεωριών με τις κοσμογονικές δοξασίες, ντόπιες και ξένες, είναι στην επιφάνεια, όχι στο βάθος : Οι δοξασίες έχουν να κάνουν με παραστάσεις, ενώ οι θεωρίες λειτουργούν με έννοιες, οι πρώτες αποτελούν μυθικές επινοήσεις, ενώ οι δεύτερες συνθέτουν λογικές εξηγήσεις. Αν το στοιχείο του μύθου μόνο ήταν ικανό να γεννήσει την επιστημονική σκέψη, θα έπρεπε όλοι οι λαοί του αρχαίου κόσμου, αφού είχαν μύθους, να φτάσουν και στη φιλοσοφία. Όμως είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι λαοί πριν από τους Έλληνες Δε μπόρεσαν να οδηγηθούν ποτέ σε αφαιρέσεις, γενικεύσεις και ανακαλύψεις φυσικών και ιστορικών νόμων. Έμεινα σε επιδόσεις πάνω σε ορισμένους πρακτικούς τομείς του επιστητού, μετρήσεις αθροίσεις και γενικά εμπειρικές γνώσεις. Οι Έλληνες πήραν βέβαια από τους λαούς της Μέσης Ανατολής και μυθολογικό υλικό και πρακτικές γνώσεις, άγνωστο όμως σε ποιο βαθμό, αφού Δε μπορούμε να υπολογίσουμε τι ανήκε άμεσα στον αιγαίο πολιτισμό.
Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι τα στοιχεία, που πήραν οι Έλληνες από τους άλλους λαούς, τα επεξεργάστηκαν με το δικό τους πνεύμα, που βασικά γνωρίσματά του είναι η σαφήνεια και η οξυδέρκεια. Από αυτή τη διεργασία προέκυψε ο ορθός λόγος, που εκδηλώνεται ως αφαίρεση και θεώρηση του όλου, ως τάση για γενίκευση, ως μεταμόρφωση της εικόνας σε έννοια και ως η διατύπωση νόμων. Θα λέγαμε μαζί με το W. Guthrie ότι αν ο Έλληνας της αρχαϊκής περιόδου κατατριβόταν με μετρήσεις και παρατηρήσεις πάνω σε μεμονωμένα θέματα, όπως τότε ο ανατολίτης και όπως σήμερα ο ειδικός επιστήμων, η φιλοσοφία δε θα γεννιόταν ποτέ. Δεν ξέρει κανείς αν η σαφήνεια των γραμμών, η πλαστικότητα των σχημάτων, η διαφάνεια, η καθαρότητα και η εποπτικότητα, που είναι γνωρίσματα του Ελληνικού χώρου, δεν έγιναν με τον καιρό γνωρίσματα και του νου των κατοίκων του και δεν του έδωσαν την ευχέρεια σε κάποια στιγμή της ιστορίας του να αναστήσει από τις νεφελογεννημένες μυθικές μορφές τις πλαστικές έννοιες και από τις προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις τους τετράγωνους νόμους του πνεύματος.
Η ιστορική στιγμή που συντελέστηκε η γέννηση του ορθού λόγου είναι ο 6ος αιώνας π.Χ. Προηγήθηκε μακρόχρονη εξελικτική διαδικασία, που τα σημάδια της είναι φανερά και μέσα στην ίδια τη μυθολογία των Ελλήνων. Πολύ πριν εκδηλωθεί η επιστημονική σκέψη τους, οι Έλληνες βαθμιαία φορτίζουν με λόγο τους μύθους, που παίρνουν από τους άλλους λαούς, και με τη σαφήνεια και τη οξυδέρκεια του νου τους προσδίδουν σ’ αυτούς πλαστικότητα, άγνωστη στην εξωελληνική μορφή τους. Οι ιστορικοί όροι της διεργασίας που οδηγεί τους Έλληνες στην επιστήμη είναι μέσα στην ελευθερία, που γεννήθηκε στις ανθηρές πόλεις των αρχαϊκών χρόνων. Η σκέψη μέσα σ’ αυτές λειτουργεί χωρίς τους φραγμούς του δόγματος και η γνώση δεν φυλακίζεται πίσω από τα αδιαπέραστα τείχη ενός ιερατείου, αλλά προσφέρεται στο λαό ως θεία δωρεά και ανοίγει τη λεωφόρο της εθνικής του παιδείας. Η τάση για διαφωτισμό είναι περισσότερο αισθητή ακριβώς στους Έλληνες κοσμολόγους. Αυτοί αποτολμούν γενικότερα τόσο αμείλικτη κριτική του βασισμένου στο μύθο γνωσιακού, λατρευτικού, κοινωνικού και πολιτικού κατεστημένου της εποχής τους, ώστε ορισμένοι τουλάχιστο από αυτούς αντιμετώπισαν δυσμένειες και διώξεις.
Στα κείμενά τους η απόσταση από το μύθο παρουσιάζεται συντελεσμένη και έχει αρχίσει ήδη η αντιμαχία επιστήμης και μύθου, που θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του Ευρωπαϊκού πολιτισμού ως αντίθεση της φαντασίας και της λογικής.
(Άρθρο του Ευαγγέλου Ρούσσου στο 11ο τεύχοςτουπεριοδικού «ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ»)
Πηγή:http://www.ekivolos.gr/i%20genesi%20tis%20filosofias.htm