Που λες είχε ένα χρώμα ακαθόριστο στα μάτια, άλλοτε γινόταν μπλε άλλοτε πράσινα κι άλλοτε γκρι. Μια μάνα τα ντάντευε και όχι μόνο, μονάχη στο περβόλι μονάχη στο σπίτι, στα παιδιά , στους γέρους. Κι απ’ άντρα έβλεπε στις νύχτας τις πατημασιές στα μέσα βλέφαρα. Ήτανε τα παιδιά της η στοργή, κι ο πόνος στους κόμπους των χεριών της ξεπλενόταν από τη σκάφη – βαθιά σκάμματα έλεγε κι ούτε ξεμύτιζε. Νίκο – Νίκο μου τα πόδια μου και έδενε μια ποδιά κρυφά στην μέση του, αφού πρώτα έκλεινε τα σκούρα μην δει η γειτονιά. Κουράγιο ως εκεί και λίγο παραπέρα, έφυγαν οι γέροι κι άλλος χαμένος από χρόνο κι αυτή πού χρόνος, μόνο να πλαγιάζει τις σκιές προλάβαινε. Άφηνε την αγάπη να ρέει ασυγκράτητη να βγαίνει από τα μάτια του τα μπλε να σκάβει το βυθό κι απ’ το Ιόνιο να σκάει στα πόδια της χαλί να τον πατήσει. Έτσι την είχε την αγάπη ο Νίκος ξέπλεκη περιπέτεια – περιπέτεια ολημερίς κι ολονυχτίς ότι δεν ήθελα την βρήκε. Κάθε που του χαμογελά τα μάτια του είναι μπλε, κάθε που τον αποζητά τα μάτια του είναι πράσινα, κάθε που δεν μιλά τα μάτια του είναι γκρίζα. Κάπου εκεί τον πήρε το μάτι της, έψαχνε μέσα στα μάτια του να βγάλει νερό. artworks : Sammy Slabbinckbibliotheque.gr/